κλοιός

κλοιός
ο
1) воен, окружение; клещи; кольцо;

πέφτω στόν κλοιό — попадать в окружение;

σπάζω τον κλοιό — прорывать окружение;

2) уст. ручные кандалы;
3) железный ошейник (для собак)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κλοιός" в других словарях:

  • κλοιός — dog collar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — ο σιδερένιος ή ξύλινος κυκλικός δεσμός του λαιμού ή των χεριών ή των ποδιών ανθρώπων και ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοιοῖς — κλοιός dog collar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοί — κλοιός dog collar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοῦ — κλοιός dog collar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιούς — κλοιός dog collar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῶν — κλοιός dog collar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιόν — κλοιός dog collar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωιόν — κλοιός dog collar masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»